- ὀνοματικῶς
- ὀνοματικόςconsisting of nounsadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονοματικός — ή, ό (Α ὀνοματικός, ή, όν) [όνομα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα, ονομαστικός 2. αυτός που αποτελείται από όνομα ή αυτός που έχει τη μορφή ονόματος («ονοματικός προσδιορισμός» προσδιορισμός όρου μιας πρότασης ο οποίος είναι όνομα,… … Dictionary of Greek